Για Εμάς

Η φωτογραφία μου
Αυτο το χώμα απο παλιά κλέφτικα μου σφυρίζει, με τραβάει για να με κάνει ενα φθηνό μικροαστό. Κι αυτη η σημαία στο νού μου,ποτε δεν ανεμίζει, γιατι σέρνω μέσα μου κατι το ανθελληνικό...

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Εσύ, εσύ, εσύ...

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Τρεις χιλιάδες μαύροι κύκνοι
σε πήραν μακριά μου
πετούσανε αργά προς τον ορίζοντα
έσερναν ένα δίχτυ χρυσαφένιο
όπου κοιμόσουν γαλήνιος και ανύποπτος
στα χέρια σου κρατούσες μια σφεντόνα
κι ένα κομμάτι ατσάλι απ’ την ψυχή σου.
Γύρω-τριγύρω
φυσούσανε οι γρανιτένιοι χιτώνες των βουνών
απ’ τις πτυχές τους έβγαιναν τοξότες
και σημαδεύανε τον ήλιο
ώσπου τον κατεβάσανε στη θάλασσα.
Τρεις χιλιάδες μαύροι κύκνοι
σε πήραν μακριά μου
σε πήγαν σ’ ένα κάστρο ερειπωμένο
στην άκρη της μνήμης
εκεί φυτρώνει μια χρυσή μηλιά
κάθε πρωί θα κόβεις ένα μήλο
κάθε βράδυ ένας κύκνος θα πεθαίνει
κι έτσι δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις.